- απομόργνυμι
- ἀπομόργνυμι (Α)1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφούγγισμα2. «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» — αποβάλλω την οργή, ηρεμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + ομόργνυμι «σφουγγίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομορξαμένω — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενον — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc acc sg ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόρξαι — ἀπομόργνυμι wipe off aor inf act ἀπομόρξαῑ , ἀπομόργνυμι wipe off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοργνυμένοις — ἀπομόργνυμι wipe off pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενοι — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομορξάμενος — ἀπομόργνυμι wipe off aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυνται — ἀπομόργνυμι wipe off pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυσθαι — ἀπομόργνυμι wipe off pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυται — ἀπομόργνυμι wipe off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόργνυτο — ἀπομόργνυμι wipe off imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)